- καταπληκτικήν
- καταπληκτικόςstrikingfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσοψη — η / πρόσοψις, όψεως, ΝΜΑ [ὄψις] νεοελλ. 1. η πρόσθια όψη αντικειμένου και, ιδίως, οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του 2. φρ. «θα σού χαλάσω την πρόσοψη» (διαλ.) θα σού καταστρέψω το πρόσωπο μσν. αρχ. το πρόσωπο («σὴν πρόσοψιν… … Dictionary of Greek